Εγώ που λες γεννήθηκα
Σαββάτο μεσημέρι
Σε μια πόλη που φαντάζουν όλοι ξένοι
Μα εμένα στο αίμα μου έτρεχε ποτάμι
και μια φλόγα μέσα μου
Ξερό χορτάρι Αύγουστο
στον κάμπο τον Θεσσαλικό
και εγώ καθώς μεγάλωνα
με τσίπουρο και μπύρα
χώρισα κομμάτια της καρδιάς
στα πέρατα της γης
Τα καλοκαίρια τα χρυσά
Ευβοιότικοι άνεμοι με φυσούν
και έμαθα και ξεχειμώνιαζα
στα βουνά της Ροδαυγής
Με ζέσταινε ένα τζάκι στης Ηπείρου τις πλαγιές
Με δρόσιζαν λιγάκι οι νύχτες οι ευβοιώτικες
και εγώ έτσι μεγάλωνα
και είχα και λιγάκι κάτι από νησιά, κάμπους και βουνά
Σαββάτο μεσημέρι
Σε μια πόλη που φαντάζουν όλοι ξένοι
Μα εμένα στο αίμα μου έτρεχε ποτάμι
και μια φλόγα μέσα μου
Ξερό χορτάρι Αύγουστο
στον κάμπο τον Θεσσαλικό
και εγώ καθώς μεγάλωνα
με τσίπουρο και μπύρα
χώρισα κομμάτια της καρδιάς
στα πέρατα της γης
Τα καλοκαίρια τα χρυσά
Ευβοιότικοι άνεμοι με φυσούν
και έμαθα και ξεχειμώνιαζα
στα βουνά της Ροδαυγής
Με ζέσταινε ένα τζάκι στης Ηπείρου τις πλαγιές
Με δρόσιζαν λιγάκι οι νύχτες οι ευβοιώτικες
και εγώ έτσι μεγάλωνα
και είχα και λιγάκι κάτι από νησιά, κάμπους και βουνά